- ὀφίασις
- ὀφί-ασις, εως, ἡ,A bald place on the head, of serpentine or winding form, Gal.12.381, 10.1004.2 a form of leprosy in which the patient sheds his skin like a snake, Ps.-Gal.14.757.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀφίασις — bald place on the head fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιάσεις — ὀφίασις bald place on the head fem nom/voc pl (attic epic) ὀφίασις bald place on the head fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιάσεσι — ὀφίασις bald place on the head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιάσεσιν — ὀφίασις bald place on the head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφίασιν — ὀφίασις bald place on the head fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφίαση — η (Α ὀφίασις) νεοελλ. μορφή γυροειδούς αλωπεκίας κατά την οποία η κόμη ή οι τρίχες πέφτουν ταινιοειδώς, ιδίως στην ινιακή χώρα αρχ. 1. η οφιοειδής γύμνωση τών τριχών τής κεφαλής 2. είδος λέπρας κατά το οποίο ο ασθενής αλλάζει δέρμα σαν το φίδι.… … Dictionary of Greek
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek
ὀφιάσεων — ὀφιάσεω̆ν , ὀφίασις bald place on the head fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιάσεως — ὀφιάσεω̆ς , ὀφίασις bald place on the head fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)